εκχωματώνω

εκχωματώνω
εκχωμάτωσα, εκχωματώθηκα, εκχωματωμένος, και εκχωματίζω εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., σκάβοντας αφαιρώ χώμα από το έδαφος για να το ισοπεδώσω ή για να ανοίξω χαντάκι κτλ., ξεχωματίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκχωματώνω — και εκχωματώ ( όω) αφαιρώ, αποσύρω χώμα με εκσκαφή για ισοπέδωση ή κατασκευή τάφρου, ορύγματος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • εκχωμάτωση — η ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκχωματώνω ή εκχωματίζω …   Dictionary of Greek

  • εκχωματίζω — εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., βλ. εκχωματώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”